περισσαίνω

περισσαίνω
περισσαίνω, περισσείω: see περισαίνω, περισείω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισσαίνω — ΜΑ [περισσός] μσν. αισθάνομαι πλήρωση, πλησμονή ή πίεση αρχ. βλ. περισαίνω …   Dictionary of Greek

  • περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”